υγραντήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγραντήρας οι υγραντήρες
      γενική του υγραντήρα των υγραντήρων
    αιτιατική τον υγραντήρα τους υγραντήρες
     κλητική υγραντήρα υγραντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγραντήρας < υγραίνω (υγραν-) + -τήρας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moisturizer[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɣɾanˈdi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγραντήρας

Ουσιαστικό

υγραντήρας αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.