υγραντήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υγραντήρας | οι | υγραντήρες |
| γενική | του | υγραντήρα | των | υγραντήρων |
| αιτιατική | τον | υγραντήρα | τους | υγραντήρες |
| κλητική | υγραντήρα | υγραντήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υγραντήρας < υγραίνω (υγραν-) + -τήρας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moisturizer[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ɣɾanˈdi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γρα‐ντή‐ρας
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
υγραντήρας
Αναφορές
- υγραντήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.