υαλοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υαλοποιώ < ύαλος + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vitrifier[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /i.a.lo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υαλοποιώ

Ρήμα

υαλοποιώ (παθητική φωνή: υαλοποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. υαλοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.