υαλοποιείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλοποιείο τα υαλοποιεία
      γενική του υαλοποιείου των υαλοποιείων
    αιτιατική το υαλοποιείο τα υαλοποιεία
     κλητική υαλοποιείο υαλοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοποιείο < υαλοποιώ + -είο

Ουσιαστικό

υαλοποιείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υαλοποιείο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.