τωρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τωρινός | η | τωρινή | το | τωρινό |
| γενική | του | τωρινού | της | τωρινής | του | τωρινού |
| αιτιατική | τον | τωρινό | την | τωρινή | το | τωρινό |
| κλητική | τωρινέ | τωρινή | τωρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τωρινοί | οι | τωρινές | τα | τωρινά |
| γενική | των | τωρινών | των | τωρινών | των | τωρινών |
| αιτιατική | τους | τωρινούς | τις | τωρινές | τα | τωρινά |
| κλητική | τωρινοί | τωρινές | τωρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τωρινός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.