τυφλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυφλωμένος η τυφλωμένη το τυφλωμένο
      γενική του τυφλωμένου της τυφλωμένης του τυφλωμένου
    αιτιατική τον τυφλωμένο την τυφλωμένη το τυφλωμένο
     κλητική τυφλωμένε τυφλωμένη τυφλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυφλωμένοι οι τυφλωμένες τα τυφλωμένα
      γενική των τυφλωμένων των τυφλωμένων των τυφλωμένων
    αιτιατική τους τυφλωμένους τις τυφλωμένες τα τυφλωμένα
     κλητική τυφλωμένοι τυφλωμένες τυφλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυφλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τυφλώνω

Μετοχή

τυφλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.