τυρόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυρόπιτα | οι | τυρόπιτες |
| γενική | της | τυρόπιτας | των | (τυροπιτών) |
| αιτιατική | την | τυρόπιτα | τις | τυρόπιτες |
| κλητική | τυρόπιτα | τυρόπιτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα κομμάτι τυρόπιτα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈɾo.pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρό‐πι‐τα
Ουσιαστικό
τυρόπιτα θηλυκό
Παράγωγα
- τυροπιτάκι
- τυροπιτίτσα
- τυροπιτούλα
Σύνθετα
- ζαμπονοτυρόπιτα
- κολοκυθοτυρόπιτα
- σπανακοτυρόπιτα
- σπανακοτυροπιτάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.