σφολιάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφολιάτα | οι | σφολιάτες |
| γενική | της | σφολιάτας | των | σφολιατών |
| αιτιατική | τη | σφολιάτα | τις | σφολιάτες |
| κλητική | σφολιάτα | σφολιάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφολιάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sfogliata
Ουσιαστικό
σφολιάτα θηλυκό
- (τρόφιμο) είδος πίτας που παρασκευάζεται με αυγά και βούτυρο και κατά το ψήσιμο χωρίζεται σε αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα
- ↪ οι σφολιάτες της γιαγιάς είναι πεντανόστιμες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
