σφολιάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφολιάτα οι σφολιάτες
      γενική της σφολιάτας των σφολιατών
    αιτιατική τη σφολιάτα τις σφολιάτες
     κλητική σφολιάτα σφολιάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφολιάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sfogliata

Προφορά

ΔΦΑ : /sfoˈʎa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφολιάτα
σφολιάτα με τυρί και σπαράγγι

Ουσιαστικό

σφολιάτα θηλυκό

  • (τρόφιμο) είδος πίτας που παρασκευάζεται με αυγά και βούτυρο και κατά το ψήσιμο χωρίζεται σε αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα
    οι σφολιάτες της γιαγιάς είναι πεντανόστιμες.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.