τυποκλοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυποκλοπία | οι | τυποκλοπίες |
| γενική | της | τυποκλοπίας | των | τυποκλοπιών |
| αιτιατική | την | τυποκλοπία | τις | τυποκλοπίες |
| κλητική | τυποκλοπία | τυποκλοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυποκλοπία < τυποκλόπος + -ία
Συγγενικά
- τυποκλόπος
- τυποκλοπώ
- → δείτε τις λέξεις τύπος και κλέβω
Μεταφράσεις
τυποκλοπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.