τυλιχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυλιχτός | η | τυλιχτή | το | τυλιχτό |
| γενική | του | τυλιχτού | της | τυλιχτής | του | τυλιχτού |
| αιτιατική | τον | τυλιχτό | την | τυλιχτή | το | τυλιχτό |
| κλητική | τυλιχτέ | τυλιχτή | τυλιχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυλιχτοί | οι | τυλιχτές | τα | τυλιχτά |
| γενική | των | τυλιχτών | των | τυλιχτών | των | τυλιχτών |
| αιτιατική | τους | τυλιχτούς | τις | τυλιχτές | τα | τυλιχτά |
| κλητική | τυλιχτοί | τυλιχτές | τυλιχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.liˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐λι‐χτός
Συγγενικά
με τυλιχτ-
- αξετύλιχτος
- απεριτύλιχτος
- ατύλιχτος
- νυχτοπεριτύλιχτος
- ξετυλιχτής
- ξετύλιχτος
- ξετυλιχτός
- περιτύλιχτος
- τυλιχτάρι
- τυλιχτής
- τυλίχτρα
- χιονοτύλιχτος
- τυλιχτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη τυλίγω
Μεταφράσεις
τυλιχτός
|
|
Αναφορές
- τυλιχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.