τυλιχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυλιχτός η τυλιχτή το τυλιχτό
      γενική του τυλιχτού της τυλιχτής του τυλιχτού
    αιτιατική τον τυλιχτό την τυλιχτή το τυλιχτό
     κλητική τυλιχτέ τυλιχτή τυλιχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυλιχτοί οι τυλιχτές τα τυλιχτά
      γενική των τυλιχτών των τυλιχτών των τυλιχτών
    αιτιατική τους τυλιχτούς τις τυλιχτές τα τυλιχτά
     κλητική τυλιχτοί τυλιχτές τυλιχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυλιχτός < τυλίγω, τυλικ- (όπως τύλιξα: τύλικ-σα) με τροπή [kt] > [xt] + επίθημα ρηματικού επιθέτου -τός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.liˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυλιχτός

Επίθετο

τυλιχτός, -ή, -ό

Συγγενικά

με τυλιχτ-

για άλλα θέματα  δείτε τη λέξη τυλίγω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.