νυχτοπεριτύλιχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νυχτοπεριτύλιχτος | η | νυχτοπεριτύλιχτη | το | νυχτοπεριτύλιχτο |
| γενική | του | νυχτοπεριτύλιχτου | της | νυχτοπεριτύλιχτης | του | νυχτοπεριτύλιχτου |
| αιτιατική | τον | νυχτοπεριτύλιχτο | τη | νυχτοπεριτύλιχτη | το | νυχτοπεριτύλιχτο |
| κλητική | νυχτοπεριτύλιχτε | νυχτοπεριτύλιχτη | νυχτοπεριτύλιχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νυχτοπεριτύλιχτοι | οι | νυχτοπεριτύλιχτες | τα | νυχτοπεριτύλιχτα |
| γενική | των | νυχτοπεριτύλιχτων | των | νυχτοπεριτύλιχτων | των | νυχτοπεριτύλιχτων |
| αιτιατική | τους | νυχτοπεριτύλιχτους | τις | νυχτοπεριτύλιχτες | τα | νυχτοπεριτύλιχτα |
| κλητική | νυχτοπεριτύλιχτοι | νυχτοπεριτύλιχτες | νυχτοπεριτύλιχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νυχτοπεριτύλιχτος < νυχτο- + περιτύλιχτος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νύκτα, περιτυλίγω και τυλίγω
Πηγές
- νυχτοπεριτύλιχτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
νυχτοπεριτύλιχτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.