τσόντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσόντα | οι | τσόντες |
| γενική | της | τσόντας | — | |
| αιτιατική | την | τσόντα | τις | τσόντες |
| κλητική | τσόντα | τσόντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσόντα < (άμεσο δάνειο) βενετική zonta < ιταλική giunta (ένωση, προσθήκη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡son.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσό‐ντα
Ουσιαστικό
τσόντα θηλυκό
- το συμπλήρωμα, η προσθήκη
- ↪ το ύφασμα δεν φτάνει, θα χρειαστεί μια τσόντα
- σκηνές πορνό ως συμπλήρωμα σε ερωτική ταινία
- (συνεκδοχικά) η ίδια η ταινία πορνό
Συγγενικά
- τσοντάδικο
- τσοντάρω
Σύνθετα
- τσοντοσινεμάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.