τσόντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσόντα οι τσόντες
      γενική της τσόντας
    αιτιατική την τσόντα τις τσόντες
     κλητική τσόντα τσόντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσόντα < (άμεσο δάνειο) βενετική zonta < ιταλική giunta (ένωση, προσθήκη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡son.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσόντα

Ουσιαστικό

τσόντα θηλυκό

  1. το συμπλήρωμα, η προσθήκη
    το ύφασμα δεν φτάνει, θα χρειαστεί μια τσόντα
  2. σκηνές πορνό ως συμπλήρωμα σε ερωτική ταινία
  3. (συνεκδοχικά) η ίδια η ταινία πορνό

Συγγενικά

Σύνθετα

  • τσοντοσινεμάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.