τσούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσούλι | τα | τσούλια |
| γενική | του | τσουλιού | των | τσουλιών |
| αιτιατική | το | τσούλι | τα | τσούλια |
| κλητική | τσούλι | τσούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çul
Ουσιαστικό
τσούλι ουδέτερο
- φτηνό ή παλιό στρωσίδι
- (συνεκδοχικά) παλιό ρούχο, κουρέλι
- (μεταφορικά) άνθρωπος χαμηλής ηθικής
Μεταφράσεις
τσούλι
|
→ δείτε τη λέξη τσόλι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.