τσόλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσόλι | τα | τσόλια |
| γενική | του | τσολιού | των | τσολιών |
| αιτιατική | το | τσόλι | τα | τσόλια |
| κλητική | τσόλι | τσόλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσόλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çul (φόρεμα) < περσική جل (jull) < αραβική جل (jull)
Ουσιαστικό
τσόλι ουδέτερο
- φτηνό ρούχο ή ύφασμα
- ※ Ιδρωμένο τ'άλογό του στάθηκε μέσα στο πλήθος, - ο κυρ Θανασός, είπαν μερικοί. Κάποιος φτωχάνθρωπος πήρε από τα χέρια του τ'άλογο αφρισμένο, να το γυρίσει. Το σκέπασε και με το τσόλι του. Ο ίδιος ανακατεύτηκε μέσα στο πλήθος (Αρχείον Θράκης, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, τόμοι 3-4, 1936, σελ. 32)
- (μεταφορικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, χαμηλού ηθικού, πνευματικού, κοινωνικού επιπέδου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.