τσουκάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσουκάνι | τα | τσουκάνια |
| γενική | του | τσουκανιού | των | τσουκανιών |
| αιτιατική | το | τσουκάνι | τα | τσουκάνια |
| κλητική | τσουκάνι | τσουκάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουκάνι < ελληνιστική κοινή τυκάνη ή σλαβικής προέλευσης tṩukan
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡suˈka.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐κά‐νι
Ουσιαστικό
τσουκάνι ουδέτερο
Μεταφράσεις
τσουκάνι
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.