τυκάνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυκάνη αἱ ...?...αι
      γενική τῆς τυκάνης τῶν τυκανῶν
      δοτική τῇ τυκάν ταῖς τυκάναις
    αιτιατική τὴν τυκάνην τὰς τυκάνᾱς
     κλητική ! τυκάνη ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυκάν
γεν-δοτ τοῖν  τυκάναιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυκάνη < αρχαία ελληνική τυκίζω < (λιθοκοπώ, πελεκίζω λίθους)

Ουσιαστικό

τυκάνη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • εργαλείο για αλώνισμα

Συγγενικά

  • τύκη: εργαλείο λιθοξόου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.