υπερωικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερωικός | η | υπερωική | το | υπερωικό |
| γενική | του | υπερωικού | της | υπερωικής | του | υπερωικού |
| αιτιατική | τον | υπερωικό | την | υπερωική | το | υπερωικό |
| κλητική | υπερωικέ | υπερωική | υπερωικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερωικοί | οι | υπερωικές | τα | υπερωικά |
| γενική | των | υπερωικών | των | υπερωικών | των | υπερωικών |
| αιτιατική | τους | υπερωικούς | τις | υπερωικές | τα | υπερωικά |
| κλητική | υπερωικοί | υπερωικές | υπερωικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερωικός < υπερώα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vélaire
Επίθετο
υπερωικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που προφέρεται με το πίσω μέρος της γλώσσας σε επαφή με ή πολύ κοντά στην υπερώα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.