ελαφρόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελαφρόπετρα | οι | ελαφρόπετρες |
| γενική | της | ελαφρόπετρας | των | ελαφροπετρών |
| αιτιατική | την | ελαφρόπετρα | τις | ελαφρόπετρες |
| κλητική | ελαφρόπετρα | ελαφρόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελαφρόπετρα < ελαφρό- + πέτρα
Ουσιαστικό
ελαφρόπετρα θηλυκό (και αλαφρόπετρα, λαφρόπετροα)
- (γεωλογία) είδος ηφαιστειογενούς, ελαφρού και πορώδους πετρώματος που χρησιμοποιείται σαν οικοδομικό υλικό καθώς και για τη λείανση επιφανειών
- πέτρα από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για τη λείανση σκληρών μερών του δέρματος
- (συνεκδοχικά) συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται για λείανση του δέρματος
Ταυτόσημο
- κίσηρη / κίσσηρη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.