τσιλημπουρδάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσιλημπουρδάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιληπουρδῶ με ηχηροποίηση του μεσοφωνηεντικού [p] > [b] < αρχαία ελληνική σιληπουρδῶ, συνηρημένος τύπος του σιληπορδέω (φέρομαι αλαζονικά)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.li.buɾˈða.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐λη‐μπου‐δά‐ω
Ρήμα
τσιλημπουρδάω/(τσιλημπουρδώ), πρτ.: τσιλημπούρδισα από το τσιλημπουρδίζω - δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ[2] (χωρίς παθητική φωνή)
- ερωτοτροπώ, συνήθως εξωσυζυγικά
- άλλες μορφές: τσιληπουρδάω, → και δείτε τη λέξη τσιλημπουρδίζω
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη τσιλημπουρδίζω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσιλημπουρδάω
|
Αναφορές
- τσιλημπουρδάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.