τσιλημπουρδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσιλημπουρδίζω < τσιλημπουρδ(ώ) + -ίζω  δείτε τη λέξη τσιλημπουρδάω για την ετυμολογία

Ρήμα

τσιλημπουρδίζω, αόρ.: τσιλημπουρδισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ερωτοτροπώ, συνήθως εξωσυζυγικά
  2. φέρομαι απρεπώς
  3. ασχολούμαι με κάτι που μου τρώει χρόνο απ' την εργασία μου, χρονοτριβώ ασχολούμενος με κάτι άλλο απ' το αρμόζον

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.