τσιλημπουρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσιλημπουρδίζω < τσιλημπουρδ(ώ) + -ίζω → δείτε τη λέξη τσιλημπουρδάω για την ετυμολογία
Ρήμα
τσιλημπουρδίζω, αόρ.: τσιλημπουρδισα (χωρίς παθητική φωνή)
- ερωτοτροπώ, συνήθως εξωσυζυγικά
- φέρομαι απρεπώς
- ασχολούμαι με κάτι που μου τρώει χρόνο απ' την εργασία μου, χρονοτριβώ ασχολούμενος με κάτι άλλο απ' το αρμόζον
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τσιλημπουρδίζω | τσιλημπούρδιζα | θα τσιλημπουρδίζω | να τσιλημπουρδίζω | τσιλημπουρδίζοντας | |
| β' ενικ. | τσιλημπουρδίζεις | τσιλημπούρδιζες | θα τσιλημπουρδίζεις | να τσιλημπουρδίζεις | τσιλημπούρδιζε | |
| γ' ενικ. | τσιλημπουρδίζει | τσιλημπούρδιζε | θα τσιλημπουρδίζει | να τσιλημπουρδίζει | ||
| α' πληθ. | τσιλημπουρδίζουμε | τσιλημπουρδίζαμε | θα τσιλημπουρδίζουμε | να τσιλημπουρδίζουμε | ||
| β' πληθ. | τσιλημπουρδίζετε | τσιλημπουρδίζατε | θα τσιλημπουρδίζετε | να τσιλημπουρδίζετε | τσιλημπουρδίζετε | |
| γ' πληθ. | τσιλημπουρδίζουν(ε) | τσιλημπούρδιζαν τσιλημπουρδίζαν(ε) |
θα τσιλημπουρδίζουν(ε) | να τσιλημπουρδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τσιλημπούρδισα | θα τσιλημπουρδίσω | να τσιλημπουρδίσω | τσιλημπουρδίσει | ||
| β' ενικ. | τσιλημπούρδισες | θα τσιλημπουρδίσεις | να τσιλημπουρδίσεις | τσιλημπούρδισε | ||
| γ' ενικ. | τσιλημπούρδισε | θα τσιλημπουρδίσει | να τσιλημπουρδίσει | |||
| α' πληθ. | τσιλημπουρδίσαμε | θα τσιλημπουρδίσουμε | να τσιλημπουρδίσουμε | |||
| β' πληθ. | τσιλημπουρδίσατε | θα τσιλημπουρδίσετε | να τσιλημπουρδίσετε | τσιλημπουρδίστε | ||
| γ' πληθ. | τσιλημπούρδισαν τσιλημπουρδίσαν(ε) |
θα τσιλημπουρδίσουν(ε) | να τσιλημπουρδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τσιλημπουρδίσει | είχα τσιλημπουρδίσει | θα έχω τσιλημπουρδίσει | να έχω τσιλημπουρδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τσιλημπουρδίσει | είχες τσιλημπουρδίσει | θα έχεις τσιλημπουρδίσει | να έχεις τσιλημπουρδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τσιλημπουρδίσει | είχε τσιλημπουρδίσει | θα έχει τσιλημπουρδίσει | να έχει τσιλημπουρδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τσιλημπουρδίσει | είχαμε τσιλημπουρδίσει | θα έχουμε τσιλημπουρδίσει | να έχουμε τσιλημπουρδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τσιλημπουρδίσει | είχατε τσιλημπουρδίσει | θα έχετε τσιλημπουρδίσει | να έχετε τσιλημπουρδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τσιλημπουρδίσει | είχαν τσιλημπουρδίσει | θα έχουν τσιλημπουρδίσει | να έχουν τσιλημπουρδίσει |
| |
Μεταφράσεις
τσιλημπουρδίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.