τσατάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσατάρισμα | τα | τσαταρίσματα |
| γενική | του | τσαταρίσματος | των | τσαταρισμάτων |
| αιτιατική | το | τσατάρισμα | τα | τσαταρίσματα |
| κλητική | τσατάρισμα | τσαταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τσατάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσατάρω, άμεση γραπτή επικοινωνία με άλλα άτομα μέσα σε εικονικές αίθουσες
Μεταφράσεις
τσατάρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.