τσατ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσατ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chat

Ουσιαστικό

τσατ ουδέτερο άκλιτο

Ένας ανώνυμος χρήστης εισήλθε στο τσατ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.