τσατάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσατάρω < τσατ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική chat

Ρήμα

τσατάρω

Συγγενικά

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. τσατάρω τσάταρα θα τσατάρω να τσατάρω τσατάροντας
β' ενικ. τσατάρεις τσάταρες θα τσατάρεις να τσατάρεις τσατάρετε
γ' ενικ. τσατάρει τσάταρε θα τσατάρει να τσατάρει
α' πληθ. τσατάρουμε τσατάραμε θα τσατάρουμε να τσατάρουμε
β' πληθ. τσατάρετε τσατάρατε θα τσατάρετε να τσατάρετε τσατάρετε
γ' πληθ. τσατάρουν(ε) τσάταραν
τσατάραν(ε)
θα τσατάρουν(ε) να τσατάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.