causette

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
causette causettes

Ουσιαστικό

causette (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) η κουβέντα, η φιλική συζήτηση, η ψιλοκουβέντα
  2. (πληροφορική) (Γαλλία) η άμεση γραπτή επικοινωνία στο ίντερνετ, το « τσατάρισμα »

Σημειώσεις

Η λέξη προτείνεται από τη Γαλλική Ακαδημία αντί για την αγγλική chat.

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.