τσαρδί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαρδί | τα | τσαρδιά |
| γενική | του | τσαρδιού | των | τσαρδιών |
| αιτιατική | το | τσαρδί | τα | τσαρδιά |
| κλητική | τσαρδί | τσαρδιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saɾˈði/
Συγγενικά
Αναφορές
- τσαρδί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.