τσαρδί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρδί τα τσαρδιά
      γενική του τσαρδιού των τσαρδιών
    αιτιατική το τσαρδί τα τσαρδιά
     κλητική τσαρδί τσαρδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαρδί < τσαρδάκι, θεωρήθηκε ότι ήταν το υποκοριστικό του τσαρδί [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saɾˈði/

Ουσιαστικό

τσαρδί ουδέτερο

  1. πρόχειρο παράπηγμα
  2. (οικείο) το σπίτι του καθενός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.