τσαγανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαγανός | οι | τσαγανοί |
| γενική | του | τσαγανού | των | τσαγανών |
| αιτιατική | τον | τσαγανό | τους | τσαγανούς |
| κλητική | τσαγανέ | τσαγανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαγανός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sa.ɣaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐γα‐νός
Ουσιαστικό
τσαγανός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.