τσίχλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσίχλα | οι | τσίχλες |
| γενική | της | τσίχλας | των | τσιχλών |
| αιτιατική | την | τσίχλα | τις | τσίχλες |
| κλητική | τσίχλα | τσίχλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσίχλα <
- αρχαία ελληνική κίχλη
- (άμεσο δάνειο) αγγλική chicle < ισπανική chicle < νάουατλ tziktli
.png.webp)
Τσίχλα πάνω σε κλαδί.

Τσίχλα στο περιτύλιγμά της.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.xla/
Ουσιαστικό
τσίχλα θηλυκό
- (πτηνό) κοινή ονομασία για διάφορα είδη στρουθιόμορφων πουλιών του γένους Turdus
- (μεταφορικά) αδύνατη γυναίκα
- προϊόν που αποτελείται από κάποια φυσική ή τεχνητή ρητίνη, περιέχει γλυκαντικές και αρωματικές ουσίες και μπορεί να μασιέται για αρκετό χρονικό διάστημα
Παράγωγα
Σύνθετα
- τσιχλόφουσκα
- φουσκότσιχλα
Μεταφράσεις
τσίχλα (πτηνό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.