τσιχλόφουσκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιχλόφουσκα | οι | τσιχλόφουσκες |
| γενική | της | τσιχλόφουσκας | των | τσιχλόφουσκων |
| αιτιατική | την | τσιχλόφουσκα | τις | τσιχλόφουσκες |
| κλητική | τσιχλόφουσκα | τσιχλόφουσκες | ||
| Και δύσχρηστη γενική πληθυντικού τσιχλοφουσκών. | ||||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

Ένα δοχείο με τσιχλόφουσκες.
.jpg.webp)
Μια τσιχλόφουσκα που καλύπτει όλο το στόμα.
Ουσιαστικό
τσιχλόφουσκα θηλυκό
Μεταφράσεις
τσιχλόφουσκα
|
|
Πηγές
- τσιχλόφουσκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.