κίχλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κίχλη οι κίχλες
      γενική της κίχλης των κιχλών
    αιτιατική την κίχλη τις κίχλες
     κλητική κίχλη κίχλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίχλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλίχλη

Ουσιαστικό

κίχλη θηλυκό

  1. (πτηνό) η τσίχλα
  2. (με κεφαλαίο) Κίχλη: ονομασία ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίχλη αἱ κίχλαι
      γενική τῆς κίχλης τῶν κιχλῶν
      δοτική τῇ κίχλ ταῖς κίχλαις
    αιτιατική τὴν κίχλην τὰς κίχλᾱς
     κλητική ! κίχλη κίχλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κίχλ
γεν-δοτ τοῖν  κίχλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίχλη < λείπει η ετυμολογία (ίσως προελληνική λέξη)

Ουσιαστικό

κίχλη θηλυκό (ῐ φύσει )

  1. (πτηνό) η τσίχλα
  2. (ιχθυολογία) γύλος
     δείτε  λατινικά: labrus (la)

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.