τσίγκινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τσίγκινος | η | τσίγκινη | το | τσίγκινο |
| γενική | του | τσίγκινου | της | τσίγκινης | του | τσίγκινου |
| αιτιατική | τον | τσίγκινο | την | τσίγκινη | το | τσίγκινο |
| κλητική | τσίγκινε | τσίγκινη | τσίγκινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τσίγκινοι | οι | τσίγκινες | τα | τσίγκινα |
| γενική | των | τσίγκινων | των | τσίγκινων | των | τσίγκινων |
| αιτιατική | τους | τσίγκινους | τις | τσίγκινες | τα | τσίγκινα |
| κλητική | τσίγκινοι | τσίγκινες | τσίγκινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τσίγκινος < τσίγκος
Εκφράσεις
- δεν πήρα ούτε τσίγκινο μετάλλιο: δεν έλαβα καμία απολύτως διάκριση σε ένα διαγωνισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.