zinc

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink

Ουσιαστικό

zinc (en)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
zinc zincs

zinc (fr) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
  2. ο τσίγκος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.