zinc
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| zinc | zincs |
zinc (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
- ο τσίγκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.