τρόχαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόχαλο τα τρόχαλα
      γενική του τρόχαλου των τρόχαλων
    αιτιατική το τρόχαλο τα τρόχαλα
     κλητική τρόχαλο τρόχαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρόχαλο < τρόχαλος (αρσενικό) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾo.xa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρόχαλο

Ουσιαστικό

τρόχαλο ουδέτερο

  1. χοντρό χαλίκι, κομμάτι σπασμένης πέτρας ακανόνιστου σχήματος [2]
     δείτε και τη λέξη κροκάλα
  2. ψηφίδα μαρμάρου

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τρόχαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.