τρόχαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρόχαλο | τα | τρόχαλα |
| γενική | του | τρόχαλου | των | τρόχαλων |
| αιτιατική | το | τρόχαλο | τα | τρόχαλα |
| κλητική | τρόχαλο | τρόχαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.xa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρό‐χα‐λο
Ουσιαστικό
τρόχαλο ουδέτερο
Εκφράσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρόχαλο
|
|
Αναφορές
- τρόχαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.