ροκανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροκανίζω < μεσαιωνική ελληνική ρουκανίζω < ελληνιστική κοινή ῥυκανίζω < ῥυκάνι

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.kaˈni.zo/

Ρήμα

ροκανίζω (παθητική φωνή: ροκανίζομαι)

  1. λειαίνω την επιφάνεια ενός ξύλου με ροκάνι
     συνώνυμα: πλανίζω
  2. (μεταφορικά) μασώ κάτι σκληρό
     συνώνυμα: κοκκαλίζω
    μου αρέσει να ροκανίζω το παξιμάδι
  3. (μεταφορικά) ξοδεύω σε μικρές δόσεις κάθε φορά ένα χρηματικό ποσό (ή άλλο περιουσιακό στοιχείο) που περιέρχεται στην κατοχή μου
     συνώνυμα: τραγανίζω
  4. υπονομεύω κάποιον
    ροκάνιζαν τη θέση του πολύ καιρό πριν με διάφορες φήμες

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.