τροῦλλος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τροῦλλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τροῦλλος < λατινική trullus  και δείτε τροῦλλος

Ουσιαστικό

τροῦλλος αρσενικό

  • άλλη μορφή του τροῦλλον δείτε και τροῦλλα (τρούλος)
      6ος αιώνας Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 490, 5
    Ἐκτίσθη δὲ ὁ αὐτὸς τροῦλλος ὑψωθεὶς ἐπὶ πόδας εἴκοσι.
    άλλες μορφές: τροῦλος

Συγγενικά

Αναφορές

  1. τρούλος (ελληνιστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροῦλλος οἱ τροῦλλοι
      γενική τοῦ τρούλλου τῶν τρούλλων
      δοτική τῷ τρούλλ τοῖς τρούλλοις
    αιτιατική τὸν τροῦλλον τοὺς τρούλλους
     κλητική ! τροῦλλε τροῦλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρούλλω
γεν-δοτ τοῖν  τρούλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροῦλλος (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική turllus (τρούλος), trulla (μικρό δοχείο, τηγάνι· κουτάλα), τροῦλλα (κούπα) με μεταπλασμό σε αρσενικό κατά το θόλος[1]

Ουσιαστικό

τροῦλλος, -ου αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) ο τρούλος, θολωτή στέγη

Συγγενικά

μεσαιωνικά ελληνικά:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.