τροχοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τροχοφόρο | τα | τροχοφόρα |
| γενική | του | τροχοφόρου | των | τροχοφόρων |
| αιτιατική | το | τροχοφόρο | τα | τροχοφόρα |
| κλητική | τροχοφόρο | τροχοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τροχοφόρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τροχοφόρ(ον) + -ο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τροχοφόρος. Εννοείται το ουσιαστικό όχημα. Μορφολογικά αναλύεται σε τροχ(ός) + -ο- + -φόρο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.xoˈfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χο‐φό‐ρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τροχοφόρο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τροχοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τροχοφόρος
Πηγές
- τροχοφόρος, τροχοφόρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τροχοφόρος, τροχοφόρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.