τροχοφόρον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τροχοφόρον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τροχοφόρος: μαρτυρείται από το 1871 «τροχοφόρος», με σημείωση του Κουμανούδη «ἀτμόπλοιον» [1]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τροχοφόρον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τροχοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τροχοφόρος
Αναφορές
- σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.