τροχοπέδιλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τροχοπέδιλο | τα | τροχοπέδιλα |
| γενική | του | τροχοπέδιλου | των | τροχοπέδιλων |
| αιτιατική | το | τροχοπέδιλο | τα | τροχοπέδιλα |
| κλητική | τροχοπέδιλο | τροχοπέδιλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τροχοπέδιλο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τροχοπέδιλον[1] (μαρτυρείται από το 1893, στον πληθυντικό τροχοπέδιλα).[2] Συγχρονικά αναλύεται σε τροχ(ός) + -ο- + πέδιλο
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.xoˈpe.ði.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χο‐πέ‐δι‐λο
Ουσιαστικό
τροχοπέδιλο ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- τροχοπεδιλοδρομία
- τροχοπεδιλοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις τροχός και πέδιλο
Μεταφράσεις
τροχοπέδιλο
|
|
Αναφορές
- τροχοπέδιλον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- τροχοπέδιλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τροχοπέδιλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.