τροχοπέδιλον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τροχοπέδιλον: ήδη από το 1893, στον πληθυντικό τροχοπέδιλα.[1]  δείτε τη λέξη τροχοπέδιλο

Ουσιαστικό

τροχοπέδιλον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

  1. σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.