πατίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πατίνι | τα | πατίνια |
| γενική | του | πατινιού | των | πατινιών |
| αιτιατική | το | πατίνι | τα | πατίνια |
| κλητική | πατίνι | πατίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pattini, πληθυντικός του pattino (προφορά /ˈpat.ti.no/) που θεωρήθηκε ενικός ουδετέρου. Η μετακίνηση του τόνου, σύμφωνα με τα ιταλικά δάνεια σε -ίνι.[1]

Πατίνια.
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τί‐νι
- παρώνυμα: πιατίνι, πατίνα

Παιδικό πατίνι.
Ουσιαστικό
πατίνι ουδέτερο
- (αθλητισμός)
- παπούτσι με ρόδες (συνήθως στον πληθυντικό πατίνια)
- (για παιδιά) μικρό όχημα με πλατφόρμα με ρόδες και τιμόνι
Εκφράσεις
- κάνω τη ζωή πατίνι
Μεταφράσεις
πατίνι
|
Αναφορές
- πατίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.