τροχοπεδιλοδρομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τροχοπεδιλοδρομώ < τροχοπέδιλ(ο) + -ο- + -δρομώ

Ρήμα

τροχοπεδιλοδρομώ, αόρ.: τροχοπεδιλοδρόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.