τροχοπεδιλοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τροχοπεδιλοδρομώ < τροχοπέδιλ(ο) + -ο- + -δρομώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τροχοπεδιλοδρομώ | τροχοπεδιλοδρομούσα | θα τροχοπεδιλοδρομώ | να τροχοπεδιλοδρομώ | τροχοπεδιλοδρομώντας | |
| β' ενικ. | τροχοπεδιλοδρομείς | τροχοπεδιλοδρομούσες | θα τροχοπεδιλοδρομείς | να τροχοπεδιλοδρομείς | (τροχοπεδιλοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | τροχοπεδιλοδρομεί | τροχοπεδιλοδρομούσε | θα τροχοπεδιλοδρομεί | να τροχοπεδιλοδρομεί | ||
| α' πληθ. | τροχοπεδιλοδρομούμε | τροχοπεδιλοδρομούσαμε | θα τροχοπεδιλοδρομούμε | να τροχοπεδιλοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | τροχοπεδιλοδρομείτε | τροχοπεδιλοδρομούσατε | θα τροχοπεδιλοδρομείτε | να τροχοπεδιλοδρομείτε | τροχοπεδιλοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | τροχοπεδιλοδρομούν(ε) | τροχοπεδιλοδρομούσαν(ε) | θα τροχοπεδιλοδρομούν(ε) | να τροχοπεδιλοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τροχοπεδιλοδρόμησα | θα τροχοπεδιλοδρομήσω | να τροχοπεδιλοδρομήσω | τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | τροχοπεδιλοδρόμησες | θα τροχοπεδιλοδρομήσεις | να τροχοπεδιλοδρομήσεις | τροχοπεδιλοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | τροχοπεδιλοδρόμησε | θα τροχοπεδιλοδρομήσει | να τροχοπεδιλοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | τροχοπεδιλοδρομήσαμε | θα τροχοπεδιλοδρομήσουμε | να τροχοπεδιλοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | τροχοπεδιλοδρομήσατε | θα τροχοπεδιλοδρομήσετε | να τροχοπεδιλοδρομήσετε | τροχοπεδιλοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | τροχοπεδιλοδρόμησαν τροχοπεδιλοδρομήσαν(ε) |
θα τροχοπεδιλοδρομήσουν(ε) | να τροχοπεδιλοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τροχοπεδιλοδρομήσει | είχα τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχω τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχω τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τροχοπεδιλοδρομήσει | είχες τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχεις τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχεις τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τροχοπεδιλοδρομήσει | είχε τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχει τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχει τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τροχοπεδιλοδρομήσει | είχαμε τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχουμε τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχουμε τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τροχοπεδιλοδρομήσει | είχατε τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχετε τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχετε τροχοπεδιλοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τροχοπεδιλοδρομήσει | είχαν τροχοπεδιλοδρομήσει | θα έχουν τροχοπεδιλοδρομήσει | να έχουν τροχοπεδιλοδρομήσει |
| |
Μεταφράσεις
τροχοπεδιλοδρομώ
|
|
Πηγές
- τροχοπεδιλοδρομώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.