τροφοδιανομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τροφοδιανομή | οι | τροφοδιανομές |
| γενική | της | τροφοδιανομής | των | τροφοδιανομών |
| αιτιατική | την | τροφοδιανομή | τις | τροφοδιανομές |
| κλητική | τροφοδιανομή | τροφοδιανομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τροφοδιανομή θηλυκό
Μεταφράσεις
τροφοδιανομή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.