ντελίβερι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντελίβερι < (άμεσο δάνειο) αγγλική delivery (διανομή)
Ουσιαστικό
ντελίβερι ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, καθομιλουμένη) η μεταφορά αγαθών (συνήθως τροφίμων και ποτών) από το εστιατόριο (ή γενικότερα το κατάστημα) μέχρι το σπίτι (ή γενικότερα το χώρο) του καταναλωτή
Συνώνυμα
Παράγωγα
- ντελιβεράς, ντελιβερού
- ντελιβεράδικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.