τριτεύων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριτεύων & τριτεύοντας |
η | τριτεύουσα | το | τριτεύον |
| γενική | του | τριτεύοντος & τριτεύοντα |
της | τριτεύουσας & τριτευούσης* |
του | τριτεύοντος |
| αιτιατική | τον | τριτεύοντα | την | τριτεύουσα | το | τριτεύον |
| κλητική | τριτεύων & τριτεύοντα |
τριτεύουσα | τριτεύον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριτεύοντες | οι | τριτεύουσες | τα | τριτεύοντα |
| γενική | των | τριτευόντων | των | τριτευουσών | των | τριτευόντων |
| αιτιατική | τους | τριτεύοντες | τις | τριτεύουσες | τα | τριτεύοντα |
| κλητική | τριτεύοντες | τριτεύουσες | τριτεύοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τριτεύων < τρίτ(ος) + -εύων κατά το δευτερεύων[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /triˈte.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐τεύ‐ων
- ομόηχο: τριτεύον
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
τριτεύων
|
|
Αναφορές
- τριτεύων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.