τρισάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρισάγιο | τα | τρισάγια |
| γενική | του | τρισάγιου | των | τρισάγιων |
| αιτιατική | το | τρισάγιο | τα | τρισάγια |
| κλητική | τρισάγιο | τρισάγια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρισάγιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρισάγιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρισάγιος < (ελληνιστική κοινή) τρισάγιος
- ως τίτλος ύμνου: (καθαρεύουσα) τρισάγιον (μαρτυρείται από το 1856)

Τρισάγιο σε ορθόδοξο νεκροταφείο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾi.saˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐σά‐γι‐ο
Ουσιαστικό
τρισάγιο ουδέτερο
- (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) o ύμνος στην Αγία Τριάδα
- η δέηση υπέρ θανόντος ή θανόντων, για την ανάπαυση ψυχής
Πηγές
- τρισάγιος, τρισάγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρισάγιος, τρισάγιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.