τρισάγιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τρισάγιον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρισάγιον, ουδέτερο του τρισάγιος < τρισ- + ἅγιος
- (καθαρεύουσα) Ως τίτλος εκκλησιαστικού ύμνου, μαρτυρείται από το 1856 κατά τον Κουμανούδη [1] < → και δείτε τη λέξη τρισάγιο
Αναφορές
- σελ. 1011, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- τρισάγιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.