τρισάγιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τρισάγιον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρισάγιον, ουδέτερο του τρισάγιος < τρισ- + ἅγιος
  • (καθαρεύουσα) Ως τίτλος εκκλησιαστικού ύμνου, μαρτυρείται από το 1856 κατά τον Κουμανούδη [1] <  και δείτε τη λέξη τρισάγιο

Ουσιαστικό

τρισάγιον ουδέτερο

Συγγενικά

  • τρισαγιάζω
  • τρισαγίως

 και δείτε τις λέξεις τρίς και ἅγιος

Αναφορές

  1. σελ. 1011, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τρισάγιον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρισάγιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρισάγιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.