τρις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρίς
Επίρρημα
τρις
- τρεις φορές
- ※ και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ // σκούριασε το κλειδί του παραδείσου (από το τραγούδι "Ερωτικό", μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, στίχοι: Άλκης Αλκαίου)
Σύνθετα
- τρισ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα τρισ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.