τριακονθήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριακονθήμερος η τριακονθήμερη το τριακονθήμερο
      γενική του τριακονθήμερου της τριακονθήμερης του τριακονθήμερου
    αιτιατική τον τριακονθήμερο την τριακονθήμερη το τριακονθήμερο
     κλητική τριακονθήμερε τριακονθήμερη τριακονθήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριακονθήμεροι οι τριακονθήμερες τα τριακονθήμερα
      γενική των τριακονθήμερων των τριακονθήμερων των τριακονθήμερων
    αιτιατική τους τριακονθήμερους τις τριακονθήμερες τα τριακονθήμερα
     κλητική τριακονθήμεροι τριακονθήμερες τριακονθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριακονθήμερος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τριακονθήμερος, -η, -ο

Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.