σαρανταήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρανταήμερος η σαρανταήμερη το σαρανταήμερο
      γενική του σαρανταήμερου της σαρανταήμερης του σαρανταήμερου
    αιτιατική τον σαρανταήμερο τη σαρανταήμερη το σαρανταήμερο
     κλητική σαρανταήμερε σαρανταήμερη σαρανταήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρανταήμεροι οι σαρανταήμερες τα σαρανταήμερα
      γενική των σαρανταήμερων των σαρανταήμερων των σαρανταήμερων
    αιτιατική τους σαρανταήμερους τις σαρανταήμερες τα σαρανταήμερα
     κλητική σαρανταήμεροι σαρανταήμερες σαρανταήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαρανταήμερος < σαράντα + ημέρ(α) + -ος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

σαρανταήμερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.