δεκαήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαήμερος η δεκαήμερη το δεκαήμερο
      γενική του δεκαήμερου της δεκαήμερης του δεκαήμερου
    αιτιατική τον δεκαήμερο τη δεκαήμερη το δεκαήμερο
     κλητική δεκαήμερε δεκαήμερη δεκαήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαήμεροι οι δεκαήμερες τα δεκαήμερα
      γενική των δεκαήμερων των δεκαήμερων των δεκαήμερων
    αιτιατική τους δεκαήμερους τις δεκαήμερες τα δεκαήμερα
     κλητική δεκαήμεροι δεκαήμερες δεκαήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεκαήμερος < ημέρ(α) + ημέρα + -ος[1]

Επίθετο

δεκαήμερος

  • δεκάμερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.