τρελοκατάσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρελοκατάσταση | οι | τρελοκαταστάσεις |
| γενική | της | τρελοκατάστασης* | των | τρελοκαταστάσεων |
| αιτιατική | την | τρελοκατάσταση | τις | τρελοκαταστάσεις |
| κλητική | τρελοκατάσταση | τρελοκαταστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τρελοκαταστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρελοκατάσταση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
τρελοκατάσταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.