τρελογιατρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρελογιατρός οι τρελογιατροί
      γενική του τρελογιατρού των τρελογιατρών
    αιτιατική τον τρελογιατρό τους τρελογιατρούς
     κλητική τρελογιατρέ τρελογιατροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελογιατρός < τρελο- + γιατρός

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾe.lo.ʝaˈtɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρελογιατρός

Ουσιαστικό

τρελογιατρός αρσενικό

  1. ιδιόρρυθμος γιατρός
  2. (ειρωνικό) ο ψυχίατρος
    άλλη μορφή: τρελόγιατρος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.